Η μετάβασή μου σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη, μου επέτρεψε να θαυμάσω το έργο του Νικηφόρου Λύτρα (1832-1904) με την κα Κ. Σερπιέρη, ένας πίνακας που σίγουρα τραβάει τα βλέμματα και λόγω του μεγέθους του και λόγω της περίοπτης θέσης του στην Πινακοθήκη αλλά κυρίως λόγω του προσώπου στο οποίο αναφέρεται.
Ο πίνακας απεικονίζει την Κλεμάνς, σύζυγο του Ι. Β. Σερπιέρη, που τον δώρισε στο ελληνικό κράτος. Αλλά ποιος είναι ο φιλότεχνος δωρητής;
Είναι ο ιδρυτής του νεώτερου Λαυρίου, στον οποίο χρωστάμε την επαναλειτουργεία των μεταλλείων και την εγκαθίδρυση μιας αυτοκρατορίας πολλών δεκαετιών, την οποία πιστώθηκε (ή κατ’ άλλους χρεώθηκε) η ελληνική πολιτεία, η επιστήμη και η ιστορία. Σύμφωνα με την “άλλη άποψη” είναι ο αιματοβαμμένος ιδιοκτήτης των μεταλλείων Λαυρίου και συνέταιρος του Α. Συγγρού.
Για όσους δεν γνωρίζουν, θα μεταφέρω ορισμένες πληροφορίες από το βιβλίο του Γ. Παπασωτηρίου, “Το ματωμένο θέρος του 1882”.
Ο ιταλικής καταγωγής επιχειρηματίας Ι. Β. Σερπιέρης ήρθε στην Ελλάδα το 1863 και υπέβαλλε αίτηση καμίνευσης των «σκωριών» του Λαυρίου, χωρίς να λάβει ποτέ απάντηση από το ελληνικό κράτος. Κατόπιν τούτου στρέφεται προς τον Γ. Παχύ, ο οποίος είχε λύσει ένα μέρος των γραφειοκρατικών προβλημάτων. Σερπιέρης και Παχύς ιδρύουν το 1864 την πρώτη μεταλλευτική-μεταλλουργική εταιρεία της Λαυρεωτικής με έδρα τη Μασσαλία, την «Roux et CO» με ιδρυτικά μέλη τον Helarion Roux, που ενεργεί για λογαριασμό της τράπεζας Roux Fraissinet… (σ.σ. η τράπεζα ανήκε στην οικογένεια της γυναίκας του Σερπιέρη, Κλεμάνς, την οποία ζωγράφισε ο Νικηφόρος Λύτρας)… Ο Γ. Παχύς με τη σειρά του παντρεύτηκε την Αιμιλία Σκουζέ, της γνωστής φιλοβασιλικής οικογένειας, που κατείχε το «παλατάκι» στο Χαϊδάρι.
Με το βασιλικό διάταγμα 23/8/1867 παραχωρούνται στην συσταθείσα εταιρεία οι εκτάσεις της Καμάριζας και της Συντερίνης και με άλλο βασιλικό διάταγμα της 3/12/1868 επικυρώνεται η παραχώρηση των εκτάσεων. Ουσιαστικά πρόκειται για μία εύνοια του βασιλιά Γεωργίου Α΄ προς την «Εταιρεία», καθώς «Εκατοντάδες ‘’βασιλικά στρέμματα’’ χαρίστηκαν στον Σερπιέρη»[Κ. Μπέης, Ελευθεροτυπία, 9.8.1982]. Κι αυτό κατά την περίοδο που ο βασιλιάς συγκρούεται με την κυβέρνηση, παύοντας την κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Αλλά και ο διάδοχος του τελευταίου, Επ. Δεληγιώργης, που εκείνη την εποχή διαδραματίζει βαρύνοντα ρόλο είτε ως πρωθυπουργός είτε ως υπουργός, είναι αντιμοναρχικός. Έτσι, το Λαύριο ως χώρος ανάπτυξης της ξένης επιχειρηματικής δραστηριότητας (και του βασιλιά) θα γίνει το πεδίο σύγκρουσης μοναρχικών και κοινοβουλευτικών(αντιβασιλικών), καθώς οι κυβερνήσεις θα επιδιώξουν να βρουν την εταιρεία να παραβιάζει τη σύμβαση με το Δημόσιο, επειδή τη θεωρούν φιλικά διακείμενη προς το βασιλιά.
Η οριστική λύση επήλθε με το νόμο της 17ης Ιανουαρίου 1877 και τη δημιουργία της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου(Γ.Ε.Μ.Λ.) με τον Συγγρό να κατέχει το 32%, και τους Σερπιέρη και Παχύ το 28%.
Με το βασιλικό διάταγμα 23/8/1867 παραχωρούνται στην συσταθείσα εταιρεία οι εκτάσεις της Καμάριζας και της Συντερίνης και με άλλο βασιλικό διάταγμα της 3/12/1868 επικυρώνεται η παραχώρηση των εκτάσεων. Ουσιαστικά πρόκειται για μία εύνοια του βασιλιά Γεωργίου Α΄ προς την «Εταιρεία», καθώς «Εκατοντάδες ‘’βασιλικά στρέμματα’’ χαρίστηκαν στον Σερπιέρη»[Κ. Μπέης, Ελευθεροτυπία, 9.8.1982]. Κι αυτό κατά την περίοδο που ο βασιλιάς συγκρούεται με την κυβέρνηση, παύοντας την κυβέρνηση Κουμουνδούρου. Αλλά και ο διάδοχος του τελευταίου, Επ. Δεληγιώργης, που εκείνη την εποχή διαδραματίζει βαρύνοντα ρόλο είτε ως πρωθυπουργός είτε ως υπουργός, είναι αντιμοναρχικός. Έτσι, το Λαύριο ως χώρος ανάπτυξης της ξένης επιχειρηματικής δραστηριότητας (και του βασιλιά) θα γίνει το πεδίο σύγκρουσης μοναρχικών και κοινοβουλευτικών(αντιβασιλικών), καθώς οι κυβερνήσεις θα επιδιώξουν να βρουν την εταιρεία να παραβιάζει τη σύμβαση με το Δημόσιο, επειδή τη θεωρούν φιλικά διακείμενη προς το βασιλιά.
Η οριστική λύση επήλθε με το νόμο της 17ης Ιανουαρίου 1877 και τη δημιουργία της Γαλλικής Εταιρείας Μεταλλείων Λαυρίου(Γ.Ε.Μ.Λ.) με τον Συγγρό να κατέχει το 32%, και τους Σερπιέρη και Παχύ το 28%.
Η σύγκρουση για το… χρυσάφι του Λαυρίου εξήψε την φαντασία των Ελλήνων «νοικοκυραίων» της εποχής, δημιουργώντας την περίφημη «μεταλλομανία». Χρηματιστήριο, βέβαια, δεν υπήρχε ακόμη στην Ελλάδα, αλλά αντ’ αυτού λειτουργούσε το καφενείο «Η ωραία Ελλάς» (γωνία Ερμού και Αιόλου). Εκεί οι μικρομεσαίοι της εποχής επένδυσαν στις φήμες για το χρυσάφι που «έρρεε σαν ποτάμι» κάτω από το Λαύριο και σκόπιμα διέδωσαν οι άνθρωποι του Συγγρού. Όλοι έχασαν τα χρήματά τους, εκτός από αυτούς που ήταν στο μεγάλο κόλπο, ήτοι τους Συγγρό, Σερπιέρη, Παχύ, Στεφάνοβικ, Ροδοκανάκη, Σίνα, Ράλλη. Η πρώτη χρηματιστηριακή «απάτη» στην Ελλάδα ήταν γεγονός.
Εκτός από την καταλήστευση των μικρομεσαίων «νοικοκυριών», εκείνοι που κυριολεκτικά πλήρωναν με τη ζωή τους τα μεγαλεία και τα μεταλλεία των Συγγρού-Σερπιέρι-Παχύ ήταν οι εργάτες, που εργάζονταν σε βάθος 182 μέτρων. 1.800 εργάτες δούλευαν στα ορυχεία Λαυρίου σε εφιαλτικές συνθήκες.
Εκτός από την καταλήστευση των μικρομεσαίων «νοικοκυριών», εκείνοι που κυριολεκτικά πλήρωναν με τη ζωή τους τα μεγαλεία και τα μεταλλεία των Συγγρού-Σερπιέρι-Παχύ ήταν οι εργάτες, που εργάζονταν σε βάθος 182 μέτρων. 1.800 εργάτες δούλευαν στα ορυχεία Λαυρίου σε εφιαλτικές συνθήκες.
Στη μεγάλη απεργία της 8ης Απριλίου 1896 οι εργάτες βγήκαν στην επιφάνεια ζητώντας αύξηση του μεροκάματου και βελτίωση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης. Σε επίσημη έκθεση αναφερόταν πως μόνο το 1892 υπήρξαν 36 θανατηφόρα δυστυχήματα (Γεώργιος Αναστασόπουλος, ό.π., τ. Β΄ σ. 695). Δηλαδή έχαναν τη ζωή τους τρεις εργάτες κάθε μήνα. Όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος (ό.π., σ. 35), η εταιρία «είχε φτιάσει το δεύτερο πάτωμα της Καμάριζας πλάι στη μηχανή, μια μαρμαρένια κάμαρα, κι εκεί κρύβονταν τα πτώματα των σκοτωμένων από τα φουρνέλα και τα βουλιμέντα. Τη νύχτα ο καροτσέρης Κάλιος Μάνθος, από τους σπιτικούς του Σερπιέρη, μαζί με άλλους πιστούς της Εταιρείας βγάζανε κρυφά τα πτώματα και τα πήγαιναν και τα παράχωναν στα πεύκα του Άη Κωνσταντίνου».
Η εταιρεία αρνήθηκε να συναντήσει την απεργιακή επιτροπή. Οι φύλακες ανοίγουν πυρ κατά των μελών της επιτροπής και σκοτώνουν δύο εργάτες(τους Καραφλιά και Βασιλακόπουλο). Οι απεργοί εξοργίζονται και με πέτρες, ξύλα και μεταλλεύματα επιτίθενται στους φύλακες, ανατινάζουν τις αποθήκες και τα γραφεία, και αφοπλίζουν τους χωροφύλακες. Ο Σερπιέρης και «οι μηχανικοί Ραμπού και Σπανζεράλ, καθ’ ων υπήρχε μήνις, ετράπησαν εις φυγήν, μεταφιεσθέντες…», γράφει η «Εφημερίς».
Αυτά τα ολίγα.
Η εταιρεία αρνήθηκε να συναντήσει την απεργιακή επιτροπή. Οι φύλακες ανοίγουν πυρ κατά των μελών της επιτροπής και σκοτώνουν δύο εργάτες(τους Καραφλιά και Βασιλακόπουλο). Οι απεργοί εξοργίζονται και με πέτρες, ξύλα και μεταλλεύματα επιτίθενται στους φύλακες, ανατινάζουν τις αποθήκες και τα γραφεία, και αφοπλίζουν τους χωροφύλακες. Ο Σερπιέρης και «οι μηχανικοί Ραμπού και Σπανζεράλ, καθ’ ων υπήρχε μήνις, ετράπησαν εις φυγήν, μεταφιεσθέντες…», γράφει η «Εφημερίς».
Αυτά τα ολίγα.
Βέβαια, οι παραπάνω επικριτές θα ηταν πιο λάβροι αν γνώριζαν ότι η Κλεμάνς δεν είχε μόνο πίνακα, αλλά είχε στο όνομά της και δικό της Μεταλλείο, όπως είχε και ο Ζαν Μπατίστ και όλη η οικογένεια (Χριστιάνα, Ζαν Μπατίστ, Ιλάριον – km3, Σερπιέρι, Κλεμένσ κ.α.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου