ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Η εξωτερική πολιτική της 21ης Απριλίου ( μέρος α΄)

 


Πλησιάζοντας στήν επέτειο της επιβολής του στρατιωτικού καθεστώτος στήν Ελλάδα,σκέφθηκα πώς θα είναι καλό νά δημοσιεύσουμε τό εξαιρετικό πόνημα του διακεκριμένου καθηγητου Δημητρίου Μιχαλοπούλου «Ἡ εξωτερική Πολιτική της 21ης Απριλίου» . Γιατί αυτό ; Μας τό ἐξηγεί ο ίδιος ο καθηγητής : 


« ...αυτό που θα γίνει προσπάθεια να καταδειχτεί εδώ είναι οι διεθνείς παράμετροι που ευνόησαν την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος στην πατρίδα μας και οι οποίοι, στη συνέχεια, επέτρεψαν την άνθησή του, για να επιφέρουν όμως, τελικά, τη δραματική του πτώση. Και πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθεί η σημασία των παραγόντων αυτών, διότι, εάν δεν ληφθούν αυτοί υπόψη, είναι αδύνατη η κατανόηση των όσων σήμερα συμβαίνουν στον τόπο μας.

Καί οὐσιαστικῶς στήν εἰσαγωγή τοῦ πονήματος τό ὁποῖο περνοῦμε νά διαβάσουμε. Βεβαίως ἐπεί δή πρὄκειται γιά μεγάλης ἐκτάσεως θέμα,ἀναγκαστικῶς θά δημοσιευθῇ σέ συνέχειες. Ἄς πᾶμε στό πρώτο μέρος :  

Η γεωπολιτική σημασία του ελλαδικού χώρου 

 Η κατανόηση της Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας είναι τελείως αδύνατη, εάν δεν επιχειρηθεί πάνω στη βάση του δόγματος MackinderΕάν η Δύναμη η οποία κατέχει την καρδιά της Ευρασίας (=Ευρώπη+Ασία) επιτύχει πρόσβαση στα παράλια ειδικώς της Μεσογείου, τότε αυτομάτως αποκτάει ικανότητα παγκόσμιας κυριάρχησηςΤέτοια Δύναμη είναι η Ρωσία – και υπό ορισμένες προϋποθέσεις και η Γερμανία. ‘Καθήκον’ κατά συνέπεια των φιλελεύθερων, δημοκρατικών Δυνάμεων της Δύσης, που εδώ και αιώνες, μετά την καταστροφή της Ισπανικής Αρμάδας το 1588, ελέγχουν τις θαλάσσιες εκτάσεις του πλανήτη μας, είναι να αποτρέψουνε αυτήν την κάθοδο. Και μια ματιά στον χάρτη είναι αρκετή, για να γίνει αντιληπτή η τεράστια, κολοσσιαία στην ουσία σπουδαιότητα του ελλαδικού χώρου όσον αφορά την εφαρμογή του δόγματος αυτού.
 

Ο Sir Halford John Mackinder (1861-1947), όχι απλώς καθηγητής αλλά και διευθυντής του διαβόητου London School of Economics, έδρασε κατά βάση στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα: τότε και διατύπωσε το δόγμα του, που αποτελεί τη βάση της εξωτερικής πολιτικής της Μεγάλης Βρεταννίας καθώς και, στις μέρες μας, των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα ήταν καίριας σημασίας λάθος όμως να πιστέψει κανείς πως η εφαρμογή του δόγματος αυτού δεν είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Από την εποχή του αυτοκράτορα της Ρωσίας Πέτρου Α΄ του Μεγάλου και της –στην ουσία-διαδόχου του, Αικατερίνης Β΄ της Μεγάλης, χρονολογείται η προσπάθεια αφενός των Ρώσων να ‘κατεβούν’ στη Μεσόγειο και αφετέρου η των Βρεταννών να παρεμποδίσουν την κάθοδο αυτήνΈτσι εξηγούνται και οι δραματικότερες πτυχές της Ιστορίας των Ελλήνων από τον 18ο αιώνα και μετά… ... Και ιδίως η τραγωδία του β΄ και γ΄ κομμουνιστικού γύρου της περιόδου 1944-1949. Ο Στάλιν, πράγματι, τον οποίο σύγχρονος στοχαστής της Δεξιάς, θεωρεί ως τον «μεγαλύτερο αντικομμουνιστή της Ιστορίας», προσπάθησε –και εν πολλοίς επέτυχενα ανασυστήσει τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Σε αυτό σαφώς τον βοήθησαν και οι Βρεταννοί (αρχικώς και κατά κύριο λόγο) αλλά και οι Αμερικανοί. Η συμφωνία επιτεύχθηκε στο Κρεμλίνο της Μόσχας, τον Οκτώβριο του 1944Εκεί είχε πάει ο Τσώρτσιλ, τα είπε με τον Στάλιν και βρέθηκαν οι δυο τους σύμφωνοι ως προς τα εξής: Η Σοβιετική Ρωσία θα αποκτούσε ξανά τον έλεγχο της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά θα είχε πρόσβαση περιορισμένη στη Γιουγκοσλαβία και μηδαμινή στην Ελλάδα. 

 Περιττόν να τονιστεί ότι η συμφωνία αυτή τηρήθηκε κυριολεκτικώς κατά γράμμα. Τα σοβιετικά στρατεύματα, που υπό τον στρατάρχη Tolbukhin, είχανε κατακλύσει τη Βουλγαρία, δεν μπήκανε στη Δυτική Θράκη. Ο Στάλιν, επιπλέον, έμεινε τελείως αδιάφορος όσον αφορά την ήττα της ελληνικής κομμουνιστικής Αριστεράς κατά τα τέλη του 1944 και τις αρχές του 1945, ενώ παράλληλα δεν έφερε αντίρρηση στην ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, το 1947. Και η συνέχεια είναι γνωστή: Η Ελλάδα στάθηκε, από το 1949 και μετά, ο «προμαχώνας της Δημοκρατίας» κατά της «κομμουνιστικής επιβουλής». Είναι χαρακτηριστικό, πράγματι, ότι και η υπό τον Φράνκο η Ισπανία έπαιξε αντίστοιχο ρόλο, ενώ, παράλληλα, μόλις στην Ιταλία φάνηκε πως η Καθολική Εκκλησία (κατεξοχήν αντιμαρξιστική Δύναμηκλονιζότανε στον αγώνα της κατά του Κομμουνισμού, άρχισε να γίνεται –περιστασιακώς έστω- λόγος για ‘πραξικόπημα’. Η Δύση, πράγματι, είχε καταφέρει να κρατήσει τη Ρωσία μακρυά από τη ΜεσόγειοΗ κατάσταση όμως έμελλε δραματικώς να μεταβληθεί το έτος 1967

 Η αραβοϊσραηλινή σύγκρουση και οι επιπτώσεις της 
 

Η πλήρης ανάλυση της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης σαφώς κείται πέρα από τα πλαίσια αυτού του πονήματος. Ό,τι πρέπει όμως να επισημανθεί είναι πως το ενδεχόμενο νέας σύρραξης μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών Κρατών της περιοχής ήτανε ορατό ήδη από το 1966. Και το ενδεχόμενο αυτό έπαιρνε διαστάσεις δραματικές, δεδομένου ότι η «δημοκρατική Δύση» υποστήριζε το Ισραήλ, ενώ η Σοβιετική Ρωσία τις αραβικές χώρες. Παρουσιάζει ενδιαφέρον εν προκειμένω η παράθεση ορισμένων αριθμών. Κατά την περίοδο 1954-1966, η σοβιετική (=ρωσική) βοήθεια προς τα Αραβικά Κράτη έφτασε τα 3.300.000.000 δολλάρια Η.Π.Α. (Τα 2/3 του ποσού αυτού είχαν δοθεί στην Αίγυπτο, τη Συρία και το Ιράκ και το υπόλοιπο 1/3 στις «λοιπές» αραβικές χώρες.) Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, η βοήθεια της «Δημοκρατικής Δύσης» προς το Ισραήλ ήταν 500.000.000 αμερικανικά δολλάρια. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των Αράβων ήταν αριθμητικώς ανώτερες από εκείνες του Ισραήλ. Συγκεκριμένα, το 1967, οι Άραβες διέθεταν 2.465 τεθωρακισμένα, 3.000 πυροβόλα, 700 πολεμικά αεροσκάφη και 380 πυραύλους. Το Ισραήλ, από την άλλη πλευρά, είχε 1.200 τανκς, 500 κανόνια, 240 αεροπλάνα και 180 πυραύλους. Υπήρχε όμως και ένας παράγοντας που από μόνος του προσέδιδε όξυνε την όλη διένεξη/σύγκρουση: Στρατιωτικοί σύμβουλοι από τις χώρες του «ανατολικού συνασπισμού» είχανε εγκατασταθεί σε ευαίσθητες περιοχές της Εγγύς Ανατολής – συγκεκριμένα 200 στη Συρία, 100 στο Ιράκ και 1.000 στην Αίγυπτο. 

 Αυτό το τελευταίο γεγονός απασχολούσε εντόνως τους «εγκέφαλους» των φιλελεύθερων/δημοκρατικών Δυτικών Δυνάμεων, καθώς πλησίαζε η στιγμή της έκρηξης του πολέμου. Νίκη του Ισραήλ θα σήμαινε νίκη της Δύσης. Και αντιθέτως, η νίκη των Αράβων θα αποτελούσε νίκη της Ρωσίας και των συμμάχων της. Βέβαια, αυτό το δεύτερο ενδεχόμενο ήτανε μάλλον ‘χλωμό’. Το μέγα, όμως, πρόβλημα για τη Δύση εστιαζότανε στο ότι είτε χάνανε οι Άραβες (όπως πράγματι έγινε στον Πόλεμο των Έξι ημερών του Ιουνίου του 1967) είτε κερδίζανεαυτοί που έμελλε τελικώς να ωφεληθούν ήτανε οι Ρώσοι. Και τούτο, διότι, εάν μεν νικούσανε τα Αραβικά Κράτη, το γόητρο της Ε.Σ.Σ.Δ. και των συμμάχων της θα αυξανόταν ‘κατακόρυφα’, ενώ πάλι, σε περίπτωση νίκης του Ισραήλ, οι Άραβες θα είχανε ακόμα μεγαλύτερη την ανάγκη της προς αυτούς ρωσικής βοήθειας. Ούτως εχόντων των πραγμάτων λοιπόν, η Αλεξάνδρεια και το λιμάνι της μεταβλήθηκαν σε διεθνές διακύβευμα. Ευθύς μετά την κεραυνοβόλα νίκη των Ισραηλινών, πράγματι, που, ως γνωστόν, ολοκληρώθηκε στις 10 Ιουνίου 1967, στήθηκαν αερογέφυρες μεταξύ Ρωσίας και Αιγύπτου αφενός και Ρωσίας-Αλγερίου αφετέρου, χάρη στις οποίες περίπου 100 αεροπλάνα ΜΙG μεταφέρθηκαν, κυριολεκτικώς «μέσα σε κιβώτια», από την ανατολική Ευρώπη στις βόρειες ακτές της Μεσογείου. Επειδή όμως αυτά δεν θεωρήθηκαν αρκετά, ρωσικά πλοία άρχισαν εντατικώς να μεταφέρουν κάθε είδους στρατιωτικό υλικό στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, το οποίο άρχισε έτσι να προσλαμβάνει όψη ναυτικής βάσης των Σοβιετικών

 Η Ρωσία δεν εγκατέλειπε τους Άραβες φίλους της… και παράλληλα τους αποδείκνυε πως η Κίνα, ήδη εχθρός της Σοβιετικής Ένωσης και ‘στα μουλωχτά’ έστω συνοδοιπόρος των Η.Π.Α., που ακριβώς τότε είχε αρχίσει να επιχειρεί διείσδυση στην Εγγύς Ανατολή, δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί αντίπαλος υπολογίσιμος του Ισραήλ. Υπό τις συνθήκες, όμως, αυτές το δόγμα του Mackinder κατέρρεε… και η κατάρρευση αυτή επέφερε δραματική αναβάθμιση της σημασίας του ελλαδικού χώρου

 Οι ελληνικές πολιτικές εξελίξεις και οι συνέπειές τους 

ἀριστερά ἡ φωτό ἀπό τό βιβλίο,γιά τήν ὁποία σημειώνει ὁ συγγραφεύς : Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατά τις αρχικές φάσεις της πολιτικής του  καριέρας. Παρατηρήστε την έκφρασή του

 Στην Ελλάδα, η Οκταετία της Ε.Ρ.Ε. (=Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως) με την αντικομμουνιστική ορμή της και τη –σχετική- αναπτυξιακή της πολιτική είχε αποδειχτεί αποτελεσματικό ‘ανάχωμα’ κατά του «ρωσικού επεκτατισμού». Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όμως, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιχείρησε να αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στο Στράτευμα, που έως τότε ελεγχόταν πλήρως από το Στέμμα, και, παράλληλα, να ‘αποστασιοποιηθεί’ από τις Η.Π.Α. Η επίσκεψη του στρατηγού Ντε Γκωλ, Προέδρου τότε της Γαλλικής Δημοκρατίας, στη χώρα μας τον Μάιο του 1963, εντάσσεται στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής. Ο «αμερικανικός παράγοντας» όμως, ο οποίος είχε αναλάβει καθοριστικό ρόλο στην κατά το 1955 διαδοχή του Στρατάρχη Παπάγου από τον Κ. Καραμανλήεγκατέλειψε αυτόν τον τελευταίο, ο οποίος βρέθηκε στην ανάγκη να φύγει από την Ελλάδα και να εγκατασταθεί στο Παρίσι – κοντά στον ‘φίλο του’ Ντε Γκωλ. Η αποχώρηση όμως αυτή του Κ. Καραμανλή σήμανε την άνοδο του Γεώργιου Παπανδρέου. 

Σύμφωνα με τα πορίσματα πρόσφατης έρευνας, ο εν λόγω Γ. Παπανδρέου ήτανε «πολιτική προσωπικότης» πολύ συμπαθής στους Βρεταννούς. Σε αυτόν, πράγματι, επιρρίπτεται η ευθύνη για το αιματοκύλισμα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944, για την ‘επίτευξη’ του οποίου μάλιστα (πάλι σύμφωνα με τα αποτελέσματα σύγχρονης έρευνας) είχε πάρει το ποσόν των 7.000 αγγλικών (= χρυσών) λιρώνΑυτός, κατά λογική συνέπεια, θα έπρεπε να αναλάβει την ηγεσία της χώρας μας από το 1944 και μετά. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε – και προτιμήθηκε ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Γ. Παπανδρέου δεν είχε ιδιαίτερες ρητορικές ικανότητες αλλά χαρακτηριζόταν από μεγάλη αποτελεσματικότητα στην πράξη. Αδίκως λοιπόν ο Γ. Παπανδρέου προσπαθούσε να αναρριχηθεί στην εξουσία, ενόσω κυριαρχούσε στην πολιτική κονίστρα ο Κ. Καραμανλής με την Ε.Ρ.Ε. Ο εξοβελισμός όμως αυτού του τελευταίου είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση του Γ. Παπανδρέου – έστω και αν η ηλικία του ήτανε πια πολύ προχωρημένη, δεδομένου είχε γεννηθεί τον Φεβρουάριο του 1888. Έτσι, λόγω του ήδη ορατού ενδεχόμενου του θανάτου του, πλαισιώθηκε από τον γυιο του Ανδρέα.

 Γεννημένος το 1919 ο Ανδρέας, είχε μητέρα τη Σοφία Μινέικο, κόρη Λιθουανού (ιουδαϊκής πιθανόν καταγωγής), ο οποίος, υπό μυθιστορηματικές και εν πολλοίς ανεξήγητες συνθήκες, βρέθηκε στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως «είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του» στο Οθωμανικό Στράτευμα. Η ευκολία με την οποία έχει γίνει δεκτό το μύθευμα, πως δήθεν αυτός παρέδωσε στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, τα απαραίτητα για την κατά το 1913 άλωση του Μπιζανίου τοπογραφικά σχέδιααποτελούν ένδειξη της προστασίας που άνωθεν τον περιέβαλλε. Φύση ιδιόμορφη λοιπόν ο Ανδρέας (σαν εγγονός που ήτανε τέτοιας ‘προσωπικότητας’) γοητεύθηκε γρήγορα από τα κελεύσματα της τροτσκιστικής εκδοχής του Μαρξισμού και –προστατευμένος και από το όνομα του πατέρα του- άρχισε να αναπτύσσει ταραχώδη, πολιτικής υφής δραστηριότητα στη μικρή Αθήνα της εποχής. Τις εγκύκλιες σπουδές του τις έκανε –πού αλλού;- στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ψυχικού. Στη συνέχεια, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Στο μεταξύ, επιβλήθηκε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, στα πλαίσια του οποίου ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας, εξαπέλυσε μία ιδιαιτέρως επιτυχή εκστρατεία εναντίον οποιουδήποτε αντίπαλου της κυβέρνησης. Στους στόχους του συμπεριλαμβάνονταν οι Τροτσκιστές – από καιρό σε ανοιχτή ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. Έτσι, ο Μανιαδάκης προχώρησε στη σύλληψη των δύο κορυφαίων, στην Ελλάδα, οπαδών του Τρότσκυ, δηλαδή του Παντελή Πουλιόπουλου και του Ανδρέα Παπανδρέου. Περιέργως όμως, ενώ τον πρώτο τον κράτησε φυλακισμένοάφησε τον δεύτερο να φύγει στις Η.Π.Α. όπου, ως γνωστόν, σπούδασε στο Harvardπολιτογραφήθηκε Αμερικανόςυπηρέτησε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών και, γενικώς, διέπρεψε τόσο πολύ ως καλός, σαφούς τροτσκιστικής απόκλισης Αμερικανός, ώστε να τον καλέσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στην Ελλάδα το 1960 και, τελικώς, να γίνει λαοπρόβλητος πρωθυπουργός κατά το 1981. 
Ο Πουλιόπουλος όμως, που προφανώς δεν είχε την υψηλή κάλυψη που διέθετε ο Α. Παπανδρέου, παρέμεινε φυλακισμένος, δεν μπόρεσε να δραπετεύσει, όταν οι δυνάμεις του Άξονα κατέλαβαν την Ελλάδα, και τελικώς τουφεκίστηκε, το 1943, από τους ΙταλούςΟι λίγοι Τροτσκιστές που απέμειναν στην Ελλάδα, όπου, πράγματι, σε αντίθεση με ό,τι έγινε στην Αμερική, η ιδεολογία τους δεν είχε τότε σοβαρή απήχηση, προτίμησαν, στη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1940 να συμπαραταχθούν όχι με τον «Δημοκρατικό Στρατό» του Κ.Κ.Ε. αλλά με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία… 
…Ενώ εμάς τώρα μας ενδιαφέρει ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου. Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν σε αυτόν. 

φωτό
 Στην όλη ιστορία του Ανδρέα, ακόμη μεγαλύτερη περιέργεια από την επιείκεια που του έδειξε ο Μανιαδάκης –και συνακολούθως ο Μεταξάς- προκαλεί η προς αυτόν ευμένεια του Κ. Καραμανλή. Αυτός ο τελευταίος, πράγματι, αντιπαθούσε βαθύτατα τον Γ. Παπανδρέου και ολόκληρη την οικογένειά του. Και αυτό, όχι μόνο για λόγους πολιτικούς αλλά και εξαιτίας μεγάλης διαφοράς χαρακτήρων. Ο Γ. Παπανδρέου ήτανε χαρακτήρας ασταθής, που όμως, λόγω της ρητορικής του δεινότητας και της ωραιοπάθειας που συνήθως τον διέκρινε, ευχερώς προσείλκυε συμπάθειες τόσο ατόμων όσο και ολόκληρων κοινωνικών ομάδων. Αυτή η –επιμελώς καλλιεργημένη- ‘γοητεία’ του προκαλούσε τη δυσθυμία του Κ. Καραμανλή, ο οποίος (ορθώς, όπως τελικά αποδείχτηκε) διέβλεπε σε αυτόν επίδοξο αντίπαλο ιδιαίτερα επικίνδυνο. Το 1960, λοιπόν, ο Γ. Παπανδρέου, απογοητευμένος από τις έως τότε ατυχείς προσπάθειές του να αναρριχηθεί στην πρωθυπουργία, του ζήτησε να τον συμπεριλάβει σε ψηφοδέλτιο της Ε.Ρ.Ε. Ο Κ. Καραμανλής αρνήθηκε, αλλά έσπευσε να ικανοποιήσει αίτημα, που «σχεδόν με δάκρυα στα μάτια» του διατύπωσε ο ήδη ηλικίας 72 ετών Παπανδρέου: να «του φέρει τον γυιο του πίσω, από την Αμερική». Έτσι, ο Ανδρέας ‘επέστρεψε’ στη χώρα μας και διορίστηκε σε ουσιαστικώς κυβερνητική θέση – με παχυλό και, όπως ευρέως διαδίδεται, αφορολόγητο μισθό

Όποιος έχει στοιχειώδη γνώση/εμπειρία της ψυχοσύνθεσης του Κ. Καραμανλή ευχερώς κατανοεί ότι αυτός ο τελευταίος αποκλείεται να έφερε στην Ελλάδα τον Ανδρέα, επειδή –περίπου σαν άλλος Αχιλλέας- είχε συγκινηθεί από τις παρακλήσεις του υπερήλικα πατέρα του. Κατά πάσα πιθανότητα, και κάτι άλλο θα είχε συμβάλει (ο αμερικανικός «παράγων» πιθανότατα), μα και αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το κρίσιμο σημείο, πράγματι, είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, γνήσιος, τροτσκιστικής απόκλισης Μαρξιστήςάρχισε να συσπειρώνει, ευθύς μετά την αναχώρηση του Καραμανλή από την Ελλάδα, τους «αριστερούς» και να τους προωθεί στην «Ένωση Κέντρου» (Ε.Κ.) που, κατά το 1961, είχε συμπήξει ο πατέρας του. 

Δεδομένου όμως ότι, όπως ήδη τονίστηκε, Τροτσκιστές δεν υπήρχανε τότε στη χώρα μας, αναγκαστικώς ο Ανδρέας στράφηκε προς τα κατάλοιπα του –σε παρανομία την εποχή εκείνη- Κ.Κ.Ε. και των δυνάμεων που συνέπλεαν με αυτό. Τα κατάλοιπα αυτά εκφράζονταν έως τότε μέσω της Ε.Δ.Α. (= Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), η οποία είχε σοβαρή εκλογική ισχύ, αλλά εμποδιζόταν να ασκήσει εξουσία μέσω της βαθύτερης δομής του τότε Ελληνικού Κράτους. Πυρήνας αυτής της εσώτερης δομής ήτανε, βέβαια, ο Ελληνικός ΣτρατόςΚαι ο Στρατός, όπως φάνηκε κατά τη φάση της σύγκρουσης του Κ. Καραμανλή με το Στέμμα, παρέμενε πιστός στο δεύτερο. Έτσι, η σχέση Στρατού και Στέμματος συνιστούσε ανάχωμα ιδιαιτέρως αποτελεσματικό ως προς την παρεμπόδιση της ανόδου στην εξουσία της κομμουνιστικής Αριστεράς. Την κατάσταση αυτήν όμως δραστικώς μετέβαλε η πολιτική ενεργοποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου. 

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί κάτι που έχει πια αρχίσει να γίνεται πλήρως αντιληπτό στο εξωτερικό, αλλά ακόμα δυσχερώς ‘καταπίνεται’ στη δική μας χώρα. Όπως, πράγματι, έχει αποδειχτεί, γενεσιουργός κοιτίδα του Μαρξισμού/Κομμουνισμού υπήρξε και παραμένει η Αμερική – και ιδιαιτέρως η περιβόητη «ανατολική ακτή» των Η.Π.Α. με επίκεντρο τη Νέα Υόρκη. Πέρα από αυτό όμως, οι Έλληνες κομμουνιστές στην ουσία δεν διώκονταν πια κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Οι αγροτικής, πράγματι, προέλευσης μαχητές του «Δημοκρατικού Στρατού» είχανε φύγει σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ στην Ελλάδα είχανε μείνει κυρίως οι «συνοδοιπόροι» που εκφράζονταν πολιτικώς μέσω της Ε.Δ.Α. Αυτοί οι τελευταίοι δεν διώκονταν – σύμφωνα με την κατά λέξη έννοια του όρου. Απλώς δραστικώς εμποδιζόταν η είσοδός τους στην κρατική μηχανήΚαι αυτό γινόταν, όχι επειδή ήτανε «κομμουνιστές», αλλά διότι, εξαιτίας της απουσίας σημαντικού τροτσκιστικού ρεύματος στην Ελλάδα, ακολουθούσανε τη γραμμή της Ε.Σ.Σ.Δ., δηλαδή ήταν ρωσόφιλοι. Και στην περίπτωση αυτή δηλαδή τίποτα δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό, εάν δεν ληφθεί υπόψη το δόγμα του Mackinder: οι Ρώσοι δεν έπρεπε να αποκτήσουνε πρόσβαση στα παράλια της Μεσογείου… 


Σύμφωνα με μαρτυρίες αξιόπιστες, η συντριπτική νίκη της Ε.Κ. (= Ένωσης Κέντρου) στις εκλογές του 1964 οφειλόταν και σε πριμοδότηση από μέρους της Ε.Δ.Α. Έτσι όμως ενισχυόταν αποφασιστικώς ο αριστερός πυρήνας της Ε.Κ., επικεφαλής του οποίου γρήγορα αναδείχτηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο οποίος προβλήθηκε ως μοχλός των πολιτικών εξελίξεων μετά το «βασιλικό πραξικόπημα» που συντελέστηκε το καλοκαίρι του 1965. Στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης άλλωστε συνέτεινε και ο θάνατος του Σοφοκλή Βενιζέλου, υιού του Ελευθέριου και ηγέτη της μετριοπαθούς πτέρυγας της Ε.Κ., με τον οποίο ο Γ. Παπανδρέου βρισκότανε σε οξύτατη διένεξη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. (Ο Σ. Βενιζέλος πέθανε ως γνωστόν ξαφνικά, μέσα στο πλοίο που τον έφερνε από την Κρήτη στον Πειραιά, στις 7 Φεβρουαρίου 1964, μόλις λίγες μέρες δηλαδή πριν από τις εκλογές.) Ο Ανδρέας, πιστός στη μαρξιστική του ιδεολογία, μόλις, χάρη στον πατέρα του, απέκτησε εξουσία, έκανε κινήσεις οι οποίες αναστάτωσαν το ελληνικό πολιτικό σκηνικό. Πρώτα-πρώτα ενίσχυσε δραστικώς την τάση προς ανεξαρτησία του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου, με τελική συνέπεια την οριστική ματαίωση κάθε προσπάθειας ενσωμάτωσης της Κύπρου στον εθνικό κορμό. Οι Ελληνοκύπριοι, τραγικώς συγχέοντας την έννοια του συνθήματος «αυτοδιάθεση», που συνεχώς διατυμπάνιζε το διώνυμο Μακάριος-Ανδρέαςμε το ιδεώδες της Ένωσης και παραβλέποντας την ανεξαρτησία που αυτοί οι δύο στην πραγματικότητα επιδίωκαν, τους υποστήριξαν. Και αποτέλεσμα της υποστήριξης αυτής ήταν όχι μόνο να μη τιμωρηθούν αυτοί οι δύο πρωτεργάτες, Ανδρέας Παπανδρέου και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, αλλά να θεωρηθούν περίπου ως ήρωες και να τους δοθεί εξουσία ουσιαστικώς απεριόριστη. Και βέβαια, η πορεία προς την κατάσταση αυτήν επιταχύνθηκε λόγω των γεγονότων του ‘θερμού Ιουλίου’ του 1965. Ο νέος βασιλιάς, Κωνσταντίνος Β΄, απέπεμψε τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου και προσπάθησε να επιβάλει λύσεις κοινοβουλευτικές δικής του επινόησης. Η χώρα μπήκε σε φάση παρατεταμένης πολιτικής κρίσης, η υπό τον Ανδρέα αριστερή πτέρυγα της Ε. Κ. βρέθηκε καθοριστικώς ενισχυμένη και οι εκλογές που προκηρύχθηκαν για τον Μάιο του 1967 θα είχαν ως αποτέλεσμα την άνοδο στην εξουσία μαρξιστικού μορφώματος, τον τόνο στο οποίο θα έδιναν οι μέχρι και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960 ενταγμένοι κυρίως στην Ε.Δ.Α. (κρυπτο)κομμουνιστές. 

Έχουνε γραφεί πάρα πολλά για τα γεγονότα του Ιουλίου του 1965. Βέβαιο είναι ότι ο Κωνσταντίνος Β΄, υποχρεώνοντας σε παραίτηση τον θριαμβευτικώς εκλεγμένο κατά το 1964 γηραιό πρωθυπουργό, παρέμενε πιστός στην κατά γράμμα ερμηνεία του συντάγματος, αλλά παραβίαζε το πνεύμα του. Ο βασιλιάς, πράγματι, ήταν ο ρυθμιστής του πολιτεύματος. Και ακριβώς όπως είχε κάνει ο πατέρας του, Παύλος, το 1955, οπότε είχε επιλέξει ως πρωθυπουργό-διάδοχο του Παπάγου όχι τον Στέφανο Στεφανόπουλο ή τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο αλλά τον Κ. Καραμανλή, έτσι και αυτός, ο Κωνσταντίνος Β΄, απέπεμψε τον Γ. Παπανδρέου και επιχείρησε να σχηματίσει κυβερνήσεις κοινοβουλευτικώς βιώσιμες ακριβώς από την Ε. Κ., κόμμα αυτού του τελευταίου. Η πράξη αυτή όμως ερμηνεύθηκε από τον Λαό ως «βασιλικό πραξικόπημα» - και κυριολεκτικώς άνοιξε τους Ασκούς του Αιόλου

Νοέμβριος 1966,δίκη ὑπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ( φωτό)
Πραξικόπημα ή όχι, η τότε βασιλική πρωτοβουλία πολιτικώς υπήρξε δικαιολογημένη. Και τούτο, επειδή ο θάνατος, τον Μάιο του 1963, στη Θεσσαλονίκη του βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γρηγόρη Λαμπράκη επέφερε όχι μόνο τον εξοβελισμό του Κ. Καραμανλή από την πολιτική ζωή της χώρας μας αλλά και τη συνολική ‘καταδίκη’ της Δεξιάς, σαν πολιτικής παράταξης που κυβερνούσε τη χώρα από τη δεκαετία του 1940 και μετά και η οποία στεκόταν στην εξουσία με ‘βαρβαρότητες’, όπως η ‘δολοφονία’ του Γρ. Λαμπράκη. Η δίκη, πράγματι, που τότε έγινε αυτό το αποτέλεσμα είχε. Από την άλλη, όμως, πλευρά, η προσπάθεια της Δεξιάς να σπιλώσει και πολιτικώς να εξουδετερώσει τον Ανδρέα Παπανδρέου μέσω της δίκης του ΑΣΠΙΔΑ (=Αξιωματικοί, Σώσατε Πατρίδα, Ιδανικά, Δημοκρατίαν, Αξιοκρατίαν) δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ενώ καταδείχτηκε ότι εξυφαινόταν συνωμοσία με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας, την έξοδο της Ελλάδας από την Ατλαντική Συμμαχία και τη συνακόλουθη ένταξή της στον συνασπισμό των Αδέσμευτων Κρατών, περιέργως –ή, μάλλον, ανεξήγητα- η δίκη ‘σταμάτησε’ προτού να καταλογιστούν ρητώς ευθύνες στον Ανδρέα Παπανδρέου και τα ‘πρωτοπαλλήκαρά’ του. Έτσι, έμενε εκτεθειμένη η Δεξιά και απλώς με ένα ερωτηματικό σε βάρος της η υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου Αριστερά, το οποίο ερωτηματικό ο σε τότε σταθερό αναβρασμό Ελληνικός Λαός ερμήνευε ως τίτλο αθωότητας και, ενδεχομένως, ηρωισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 28 Μαϊου 1967 θα έφερναν νικητή τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, προεξοφλώντας τον εκλογικό του περίπατο, προανήγγελλε είσοδό του σε μεγάλα αστικά κέντρα πάνω σε «άσπρο άλογο», ορκωμοσία κυβέρνησής του «στην πλατεία Συντάγματος», μέσα σε λαϊκό παραλήρημα και άλλα τέτοια πολλά… 

Το σπουδαιότερο όμως ήταν το ότι ήδη από τον Φεβρουάριο του 1965 ο Γ. Παπανδρέου, προφανώς υπό την δράση του Ανδρέα, είχε αρχίσει συνεννοήσεις με σκοπό την παλιννόστηση στην Ελλάδα 40.000 Σλαβοφώνων από τη Γιουγκοσλαβία: Αυτοί είχανε φύγει κατά τη δεκαετία του 1940 και η προοπτική επανόδου τους προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε ηγετικούς κύκλους του Ν.Α.Τ.Ο. Αναταραχή επίσης προξένησαν η ενίσχυση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ελλάδας και Σοβιετικής Ένωσης και η από το καλοκαίρι του 1965 πύκνωση των επισκέψεων ρωσικών πλοίων σε ελληνικά λιμάνια. Παράλληλα, υπογράφηκαν από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και δώδεκα συμβάσεις με τη Βουλγαρία, οι οποίες, αν και δεν συνέβαλαν δραστικά στη βελτίωση των διμερών σχέσεων, προκάλεσαν ωστόσο μεγάλη εντύπωση, επειδή ήταν η πρώτη, μετά τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940, φορά μετά που η Ελλάδα ερχόταν σε φιλική συνεννόηση με χώρα του «Παραπετάσματος». Πέρα από αυτά όμως, η –ευχερώς προβλέψιμη- εκλογική νίκη της Ε.Κ. τον Μάιο του 1967 θα επέφερε την άρση της απαγόρευσης ένταξης παλαιών μελών του Κ.Κ.Ε. ή και απλών «συνοδοιπόρων» τους στην ελληνική κρατική μηχανή. Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο προκάλεσε όχι απλώς ανησυχία αλλά φόβο στο Ν.Α.Τ.Ο. Έτσι, υπό την πίεση αυτής της πιθανότητας που έτεινε ραγδαίως να μεταβληθεί σε βεβαιότητα και υπό την επίδραση της μετατροπής της Αλεξάνδρειας σε είδος ναυστάθμου του Σοβιετικού Ναυτικού, το Ν.Α.Τ.Ο. αποφάσισε να επέμβει: Καρπός της επέμβασής του αυτής υπήρξε το ‘γεγονός’ της 21ης Απριλίου 1967.

(  Του Δημητρίου Μιχαλοπούλου : Ἡ εξωτερική πολιτική της 21ης Απριλίου ) 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

Post Top Ad

Your Ad Spot

ΣΕΛΙΔΕΣ