"Απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την ΕΚΤ ή από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, οι οποίες εφεξής αποκαλούνται "Εθνικές κεντρικές τράπεζες", προς κοινοτικά όργανα ή οργανισμούς, κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών μελών' απαγορεύεται επίσης να αγοράζουν απευθείας χρεώγραφα από τους οργανισμούς ή τους φορείς αυτούς η ΕΚΤ ή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες" [Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (γνωστή ως συνθήκη του Μάαστριχτ), άρθρο 104, παράγραφος 1].
10/12/1975: Ο αναπληρωτής υπουργός συντονισμού Ιωάννης Μπούτος (δεξιά) προεδρεύει στην 4η σύνοδο της διυπουργικής ελληνοβουλγαρικής επιτροπής. Δίπλα του ο υφυπουργός εμπορίου Γιώργος Παναγιωτόπουλος. |
Βρισκόμαστε στο 1993. Από τότε που ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, όποτε είχε ανάγκη από λεφτά, έπαιρνε βερεσέδια από την κεντρική του τράπεζα με την γνωστή διαδικασία τού μπακαλοδέφτερου: δώσε μου και γράφτα. Έτσι, το ελληνικό δημόσιο τηρεί στην Τράπεζα της Ελλάδος τρία δεφτέρια, τρεις λογαριασμούς: έναν για τα πετρελαιοειδή, έναν για τις συναλλαγματικές διαφορές και έναν όπου συγκεντρώνονται όλες οι εισπράξεις και οι πληρωμές του. Κι επειδή στο διάβα των χρόνων τα γράψε ήταν περισσότερα από τα σβήσε, το τέλος τού 1993 βρίσκει αυτά τα δεφτέρια φεσωμένα με 3,1 τρισεκατομμύρια δραχμών!
Παρένθεση. Το κόλπο δούλευε μια χαρά και έχουμε ήδη αναφερθεί σ' αυτό σε τούτα τα κείμενα. Η Τράπεζα της Ελλάδος έμπαινε μπροστά, έπαιρνε δάνεια απ' όπου εύρισκε βολικούς όρους και τα εκχωρούσε στο δημόσιο. Μ' αυτόν τον τρόπο, το κράτος πετύχαινε δυο τρυγόνια: αφ' ενός μεν εύρισκε ρευστό αμέσως όποτε το χρειαζόταν και δίχως να παρακαλάει τις αγορές αφ' ετέρου δε το δημόσιο χρέος δεν αυξανόταν αφού τα δάνεια δεν τα έπαιρνε το ίδιο το κράτος αλλά η ΤτΕ. Όμορφα πράγματα και νοικοκυρεμένα. Κλείνει η παρένθεση.
Όμως, έφτασε πλέον η στιγμή όλα τούτα να τελειώσουν μιας και από 1ης Ιανουαρίου 1994 η ΟΝΕ θα έμπαινε στην δεύτερη φάση της, πράγμα που σήμαινε πως θα άρχιζε να ισχύει το άρθρο 104 της συνθήκης του Μάαστριχτ, που είδαμε στον πρόλογο. Επί σχεδόν έναν χρόνο η Τράπεζα της Ελλάδος διαβουλευόταν με το υπουργείο οικονομικών γι' αυτό το θέμα. Τελικά, ο κύβος ερρίφθη στην γενική συνέλευση της ΤτΕ την 28/12/1993, όταν εγκρίθηκε η απόφαση να μετατραπούν οι απαιτήσεις τής τράπεζας κατά του ελληνικού δημοσίου (δηλαδή, τα υπόλοιπα των δεφτεριών) σε ομόλογα και μακροπρόθεσμα δάνεια, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα εξόφλησης τριάντα ετών (δηλαδή, όλοι μας χρωστάμε στην ΤτΕ και θα ξοφλήσουμε το 2023) και συγκεκριμένο επιτόκιο. Η ρύθμιση αυτή ξεκαθάρισε την πραγματικότητα για το δημόσιο χρέος, εκτοξεύοντάς το εν μια νυκτί από το 93,3% στο 119,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα δε, εξυγίανε τον ισολογισμό τής Τράπεζας της Ελλάδος, ώστε η τράπεζα να μπει θωρακισμένη στο ευρωσύστημα.
Στις 27 Απριλίου 1994, ο Γιάννης Μπούτος παρουσιάζει την έκθεσή του, η οποία δεν είναι πιο ευχάριστη από εκείνες των προκατόχων του. "Η χειροτέρευση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η διόγκωση του δημόσιου χρέους το 1993, με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία, κυρίως τα υψηλά πραγματικά επιτόκια και το βραδύ ρυθμό οικονομικής ανόδου, καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη τη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και ανατρέπουν τις αρχικές συνθήκες εφαρμογής του προγράμματος σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς τις οικονομίες των λοιπών χωρών της Ε.Ε.". Ο Μπούτος είναι μάλλον μετριοπαθής στις εκφράσεις του: αντί του στόχου για αύξηση 2%, το ΑΕΠ μειώθηκε μέσα στο 1993 κατά 1,6%.
Ο διοικητής της ΤτΕ στρέφεται και κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη: "Οι προσπάθειες που έγιναν για τη σταθεροποίηση και την προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία έτη, είχαν τελικά περιορισμένα και, σε ορισμένα μεγέθη, πρόσκαιρα αποτελέσματα. Η πρόοδος που σημειώθηκε αποδείχθηκε όχι μόνον ανεπαρκής αλλά, αντίθετα, μεταστράφηκε στον κρίσιμο τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής, που ήταν η κεντρική επιδίωξη του προγράμματος οικονομικής σταθεροποίησης της περιόδου 1990-1993. Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι η συμμετοχή της χώρας στη διαδικασία της ΟΝΕ να γίνεται διαρκώς δυσκολότερη".
Κι επειδή ένας διοικητής ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας δεν επιτρέπεται να μη κάνει μερικές συστάσεις νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, ο Μπούτος δεν παραλείπει να ζητήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, μείωση των ελλειμμάτων, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού κλπ και να προτείνει την εφαρμογή ενός νέου, αυστηρού μεσοπρόθεσμου σταθεροποιητικού προγράμματος.
Αυτή έμελλε να είναι η πρώτη και η τελευταία έκθεση που θα έκανε ο Γιάννης Μπούτος ως διοικητής της ΤτΕ. Ο εξ απορρήτων του Ανδρέα "υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ" Αντώνης Λιβάνης συγκρούστηκε ανοιχτά μαζί του, εξωθώντας τον σε παραίτηση. Στις 26 Οκτωβρίου 1994, ο μεσσήνιος διοικητής τής ΤτΕ παρέδωσε την θέση του στον μέχρι τότε α' υποδιοικητή, τον Λουκά Παπαδήμο.
Υστερόγραφο. Το 2014, ο ΣΔΟΕ ανακοίνωσε πως ο έλεγχος στην λίστα Λαγκάρντ αποκάλυψε ότι ο Ιωάννης Μπούτος και η σύζυγός του Μαίρη είχαν αποκρύψει μέχρι το 2004 (χρονιά που πέθανε ο Μπούτος) 3.700.000 ευρώ. Πάντως, το 2007 και ενώ το ζεύγος Μπούτου δεν βρισκόταν πλέον στην ζωή, ο λογαριασμός που δημοσιεύθηκε ήταν μηδενισμένος.
Παρένθεση. Το κόλπο δούλευε μια χαρά και έχουμε ήδη αναφερθεί σ' αυτό σε τούτα τα κείμενα. Η Τράπεζα της Ελλάδος έμπαινε μπροστά, έπαιρνε δάνεια απ' όπου εύρισκε βολικούς όρους και τα εκχωρούσε στο δημόσιο. Μ' αυτόν τον τρόπο, το κράτος πετύχαινε δυο τρυγόνια: αφ' ενός μεν εύρισκε ρευστό αμέσως όποτε το χρειαζόταν και δίχως να παρακαλάει τις αγορές αφ' ετέρου δε το δημόσιο χρέος δεν αυξανόταν αφού τα δάνεια δεν τα έπαιρνε το ίδιο το κράτος αλλά η ΤτΕ. Όμορφα πράγματα και νοικοκυρεμένα. Κλείνει η παρένθεση.
Όμως, έφτασε πλέον η στιγμή όλα τούτα να τελειώσουν μιας και από 1ης Ιανουαρίου 1994 η ΟΝΕ θα έμπαινε στην δεύτερη φάση της, πράγμα που σήμαινε πως θα άρχιζε να ισχύει το άρθρο 104 της συνθήκης του Μάαστριχτ, που είδαμε στον πρόλογο. Επί σχεδόν έναν χρόνο η Τράπεζα της Ελλάδος διαβουλευόταν με το υπουργείο οικονομικών γι' αυτό το θέμα. Τελικά, ο κύβος ερρίφθη στην γενική συνέλευση της ΤτΕ την 28/12/1993, όταν εγκρίθηκε η απόφαση να μετατραπούν οι απαιτήσεις τής τράπεζας κατά του ελληνικού δημοσίου (δηλαδή, τα υπόλοιπα των δεφτεριών) σε ομόλογα και μακροπρόθεσμα δάνεια, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα εξόφλησης τριάντα ετών (δηλαδή, όλοι μας χρωστάμε στην ΤτΕ και θα ξοφλήσουμε το 2023) και συγκεκριμένο επιτόκιο. Η ρύθμιση αυτή ξεκαθάρισε την πραγματικότητα για το δημόσιο χρέος, εκτοξεύοντάς το εν μια νυκτί από το 93,3% στο 119,6% του ΑΕΠ. Παράλληλα δε, εξυγίανε τον ισολογισμό τής Τράπεζας της Ελλάδος, ώστε η τράπεζα να μπει θωρακισμένη στο ευρωσύστημα.
Στις 27 Απριλίου 1994, ο Γιάννης Μπούτος παρουσιάζει την έκθεσή του, η οποία δεν είναι πιο ευχάριστη από εκείνες των προκατόχων του. "Η χειροτέρευση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και η διόγκωση του δημόσιου χρέους το 1993, με δεδομένες τις συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία, κυρίως τα υψηλά πραγματικά επιτόκια και το βραδύ ρυθμό οικονομικής ανόδου, καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη τη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και ανατρέπουν τις αρχικές συνθήκες εφαρμογής του προγράμματος σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς τις οικονομίες των λοιπών χωρών της Ε.Ε.". Ο Μπούτος είναι μάλλον μετριοπαθής στις εκφράσεις του: αντί του στόχου για αύξηση 2%, το ΑΕΠ μειώθηκε μέσα στο 1993 κατά 1,6%.
Ο διοικητής της ΤτΕ στρέφεται και κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη: "Οι προσπάθειες που έγιναν για τη σταθεροποίηση και την προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία έτη, είχαν τελικά περιορισμένα και, σε ορισμένα μεγέθη, πρόσκαιρα αποτελέσματα. Η πρόοδος που σημειώθηκε αποδείχθηκε όχι μόνον ανεπαρκής αλλά, αντίθετα, μεταστράφηκε στον κρίσιμο τομέα της δημοσιονομικής προσαρμογής, που ήταν η κεντρική επιδίωξη του προγράμματος οικονομικής σταθεροποίησης της περιόδου 1990-1993. Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι η συμμετοχή της χώρας στη διαδικασία της ΟΝΕ να γίνεται διαρκώς δυσκολότερη".
Κι επειδή ένας διοικητής ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας δεν επιτρέπεται να μη κάνει μερικές συστάσεις νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα, ο Μπούτος δεν παραλείπει να ζητήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, μείωση των ελλειμμάτων, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού κλπ και να προτείνει την εφαρμογή ενός νέου, αυστηρού μεσοπρόθεσμου σταθεροποιητικού προγράμματος.
Αυτή έμελλε να είναι η πρώτη και η τελευταία έκθεση που θα έκανε ο Γιάννης Μπούτος ως διοικητής της ΤτΕ. Ο εξ απορρήτων του Ανδρέα "υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ" Αντώνης Λιβάνης συγκρούστηκε ανοιχτά μαζί του, εξωθώντας τον σε παραίτηση. Στις 26 Οκτωβρίου 1994, ο μεσσήνιος διοικητής τής ΤτΕ παρέδωσε την θέση του στον μέχρι τότε α' υποδιοικητή, τον Λουκά Παπαδήμο.
19/9/1962: Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος εγκαινιάζει το εργοστάσιο της Ελληνικής Χημικής Βιομηχανίας Ντάου στο Λαύριο. Δεξιά του ο υφυπουργός συντονισμού Ιωάννης Μπούτος. |
Υστερόγραφο. Το 2014, ο ΣΔΟΕ ανακοίνωσε πως ο έλεγχος στην λίστα Λαγκάρντ αποκάλυψε ότι ο Ιωάννης Μπούτος και η σύζυγός του Μαίρη είχαν αποκρύψει μέχρι το 2004 (χρονιά που πέθανε ο Μπούτος) 3.700.000 ευρώ. Πάντως, το 2007 και ενώ το ζεύγος Μπούτου δεν βρισκόταν πλέον στην ζωή, ο λογαριασμός που δημοσιεύθηκε ήταν μηδενισμένος.
26 Φεβρουαρίου 2016
Τράπεζα της Ελλάδος - 23. Ο άγνωστος Δημήτρης Χαλικιάς
Τράπεζα της Ελλάδος - 25. Η διετία Χριστοδούλου και ο δρόμος προς την ΟΝΕ
ΔΕΛΑΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΥΠΟΨΗΦΙΑ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ Β’ ΠΕΙΡΑΙΑΔΙΓΕΝΗ ΑΚΡΙΤΑ 36,18755 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙdelagrammatika@gmail.com6976653520
ΔΕΛΑΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΥΠΟΨΗΦΙΑ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ Β’ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΔΙΓΕΝΗ ΑΚΡΙΤΑ 36,18755 ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ
delagrammatika@gmail.com
6976653520
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου