ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Η ΕΝ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΕ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

 



ΣΕ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΗ Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΧΑΡΙΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΘΩΝΑ ΤΟ 1835 ΜΕ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ 1/11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1835 ΣΤΟΝ ΓΕΡΟ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ 


Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (ΡαμοβούνιΜεσσηνία, 3 Απριλίου 1770 - Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 1843[) ήταν Έλληνας αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821, οπλαρχηγός, πληρεξούσιος, Σύμβουλος της Επικρατείας. Απέκτησε το προσωνύμιο Γέρος του Μοριά. Μετά θάνατον τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τον βαθμό του Στρατάρχη.

Ελληνικό κράτος

Ως το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.

Ο Κολοκοτρώνης στη νεκρική κλίνη.

Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα

Το 1832, μην αναγνωρίζοντας τη διοικητική επιτροπή, είχε προχωρήσει σε δημοπρασία την παραγωγή από τις εθνικές γαίες καθώς και ζήτησε την κατακράτηση της δεκάτης, ενώ είχε την εξουσία στην ύπαιθρο.

Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές της Ακροναυπλίας στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Το ταφικό μνημείο του Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας

Ο Κολοκοτρώνης κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρο με το νεκρό του ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον –τότε- Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης ΠλαπούταςΡήγας ΠαλαμήδηςΜακρυγιάννης, Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.α. Στα πόδια του είχε εναποτεθεί μια τουρκική σημαία για να συμβολίζει τις μεγάλες του νίκες επί των Οθωμανών καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης. Συντετριμμένοι παρακολούθησαν την τελετή οι δυο γιοι του «Γέρου του Μωριά», ο Γενναίος και ο Κολίνος που αναλύθηκαν σε λυγμούς τη στιγμή που εκφωνούνταν οι επικήδειοι λόγοι, ενώ ο δεύτερος έχασε και τις αισθήσεις του.

Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:

Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.


Δίκη του 1834

Πριν την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα οι Μαυροκορδάτος και Κωλέττης θεωρώντας τον Κολοκοτρώνη ως εμπόδιο στα σχέδια τους για την κάλυψη των θέσεων εξουσίας τον συκοφαντούσαν και έστειλαν επιστολή στο Μόναχο ότι ετοιμάζει στράτευμα προκειμένου να μην επιτρέψει στον Όθωνα να πατήσει στην Ελλάδα. Όταν το αντιλήφθηκε αυτό ο Κολοκοτρώνης έβαλε την στολή και την περικεφαλαία του και πήγε στο Ναύπλιο να υποδεχτεί τον Όθωνα και να υποβάλει τα σέβη του. Ύστερα έφυγε σε ένα αγρόκτημα που είχε έξω από την πόλη όπως ο ίδιος γράφει:

Όσον ηµπόρεσα έκαµα το χρέος µου. Είδα την πατρίδα µου ελεύθερη, είδα εκείνο όπου ποθούσα και εγώ και ο πατέρας µου και ο πάππος µου και όλη η γενιά µου καθώς και όλοι οι Έλληνες. Και έτσι απεφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, όπου είχα έξω από τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθησα και απερνούσα τον καιρό µου καλλιεργώντας. Και ευχαριστούµην να βλέπω να προοδεύουν τα µικρά δένδρα που εφύτευα.[7]

Κατά την απολογία του όταν ερωτάται τι επάγγελμα κάνει αυτός απαντά:

Στρατιωτικός. Κρατάω 49 χρόνους στο χέρι το σουλντάδο (σ.σ.: ντουφέκι) και πολεµώ για την πατρίδα.Πολεµούσα νύχτα-µέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιµήθηκα µια ζωή. Είδα τους συγγενείς µου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια µου να τυραννιούνται και τα παιδιά µου να ξεψυχάνε µπροστά µου. Μα δεν δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά µας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.

Ενώ σχετικά με τις κατηγορίες τις αρνείται όλες και λέει χαρακτηριστικά:

Ύστερα από τον φόνο του κυβερνήτη η πατρίδα ήτανε χωρισµένη στα δύο. Εγώ έκαµα ό,τι µπορούσα για να σταµατήσει ο εµφύλιος σπαραγµός. Όταν έµαθα την εκλογή του βασιλιά, του έστειλα, µαζί µε τους φίλους µου, µια αναφορά φανερώνοντας την αφοσίωσή µας. Όταν ήρθε στ’ Ανάπλι, σκόρπισα τους ανθρώπους µου και εγώ τράβηξα στο περιβόλι µου να ησυχάσω.

Η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου που παραδόθηκε από το Υπουργείο της Δικαιοσύνης στην Εθνική Βιβλιοθήκη

Εισαγγελέας της έδρας ήταν ο Σκωτσέζος φιλέλληνας Εδουάρδο Μέϊσον ο οποίος όπως αναφέρει ο Γερµανός ιστορικός Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι, ήταν «εµπαθής πολέµιος της ρωσικής µερίδος» και «είχε υπερασπιστεί µε πάθος τον φονιά του Καποδίστρια, Γεώργιο Μαυροµιχάλη». Από τα πέντε μέλη της έδρας οι ∆ηµήτριος Σούτσος , ∆ηµήτρης Βούλγαρης και Φωκάς Φραγκούλης είχαν πεισθεί για την καταδίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα ενώ οι Αθανάσιος-Αναστάσιος Πολυζωίδης ο οποίος ήταν και πρόεδρος της δίκης και Γεώργιος Τερτσέτης τον θεωρούσαν αθώο. Ο Πολυζωίδης κατά την σύσκεψη των δικαστών λέει στους άλλους τρεις «Θεωρώ την απόφασή σας εντελώς άδικη. ∆εν στηρίζεται σε αποδείξεις, αλλά σε ψευδέστατη βάση και αποτελεί προσβολή και αυτού του ιερού ονόµατος της αλήθειας» .Οι τρεις δικαστές δεν άλλαξαν γνώμη και τον κάλεσαν να υπογράψει την καταδίκη. Αφού αυτός αρνήθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης που ήταν παρών διέταξε τους χωροφύλακες να τον αρπάξουν και να τον ανεβάσουν στην έδρα. Ακόμα και εκεί αρνείται να αναγνώσει την καταδίκη και τότε ο υπουργός την δίνει να την διαβάσει ο γραμματέας. Η καταδίκη είχε υπερψηφιστεί με 3 ψήφους υπέρ και 2 κατά. Στο άκουσμα της καταδίκης σε θάνατο τόσο του Κολοκοτρώνη όσο και του Πλαπούτα ο Κολοκοτρώνης θα συνεχίσει να παίζει με το κομπολόι του και κάνει τον σταυρό του και λέει «Κύριε ελέησον. Μνήσθητί µου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» .Ύστερα έβγαλε καπνό από την ταμπακιέρα του και κάπνισε. Ωστόσο λόγω της αναταραχής που προκλήθηκε λόγω της απόφασης σε όλο το Ναύπλιο η ποινή τρεις μέρες μετά την δίκη άλλαξε σε 20 χρόνια φυλάκισης. Με την ενηλικίωση του Όθωνα όμως το 1835 ο βασιλιάς υπογράφει την αποφυλάκιση τόσο του Κολοκοτρώνη όσο και των άλλων αγωνιστών.[8]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΗΜΟΦΙΛΗΣ

Post Top Ad

Your Ad Spot

ΣΕΛΙΔΕΣ